ζωγραφίζω

ζωγραφίζω
μετ.
1) рисовать, изображать; 2) покрывать рисунками разрисовывать, расписывать; иллюстрировать (книгу); 3) перен. нарисовать, представлять картину (чего-л.); обрисовывать; разрисовывать;

ζωγραφίζει την κατάσταση πολύ ζωντανά — он обрисовал положение очень живыми красками;

ζωγραφίζομαι — краситься, подкрашиваться (о женщине)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζωγραφίζω" в других словарях:

  • ζωγραφίζω — ζωγραφίζω, ζωγράφισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζωγραφίζω — και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, έω) 1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα 2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο») νεοελλ. 1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική 2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφίζω — ζωγράφισα, ζωγραφίστηκα, ζωγραφισμένος 1. απεικονίζω κάτι με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια: Οι βυζαντινοί ζωγράφιζαν σκηνές από την Αγία Γραφή στις εκκλησίες τους. 2. διακοσμώ: Ο Μ. Άγγελος ζωγράφισε την οροφή της Capella Sixtina. 3. δίνω ζωηρή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζουγραφίζω — ζωγραφίζω …   Dictionary of Greek

  • αγιογραφίζω — ζωγραφίζω ιερές εικόνες ή απλώς ζωγραφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγιογράφω με μεταπλασμό από το ζωγραφίζω] …   Dictionary of Greek

  • αγιογράφω — ζωγραφίζω εικόνες αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γράφω] …   Dictionary of Greek

  • κακοζωγραφίζω — ζωγραφίζω άσχημα …   Dictionary of Greek

  • αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] …   Dictionary of Greek

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • ζωγράφισμα — το [ζωγραφίζω] 1. η πράξη τού ζωγραφίζω, η ζωγράφιση 2. έργο ζωγραφικής, εικόνα, ζωγράφημα …   Dictionary of Greek

  • ιστορίζω — (Μ ἱστορίζω και στορίζω) 1. ζωγραφίζω, διακοσμώ 2. απεικονίζω, αναπαριστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού ιστορώ πιθ. κατ επίδραση τού ζωγραφίζω (< ζωγραφώ < ζωγράφος). Ο τ. στορίζω προήλθε με σίγηση τού αρκτικού άτονου [i ] (πρβλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»